στεῖλα

στεῖλα
στέλλω
make ready
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στείλασ' — στείλᾱσα , στέλλω make ready aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) στείλᾱσι , στέλλω make ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) στείλᾱσαι , στέλλω make ready aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλάσης — στειλά̱σης , στέλλω make ready aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλας — στείλᾱς , στέλλω make ready aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασα — στείλᾱσα , στέλλω make ready aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασι — στείλᾱσι , στέλλω make ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασιν — στείλᾱσιν , στέλλω make ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άραγε — επίρρ. διστ., τάχα, μήπως: Τα πήρε άραγε τα χρήματα που του στειλα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστέλλω — και αποστέλνω στειλα, στάλθηκα, σταλμένος, στέλνω κάτι ή κάποιον μακριά: Αυτός τον απόστειλε εκεί που βρίσκεται και υποφέρει· η μτχ. του παθ. πρκ., αποσταλμένος, ο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό: Ο αποσταλμένος της εφημερίδας έφτασε στον τόπο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”